- στυφλάριος
- στυφλάριος, α, ον,A rough, rocky, IG7.2808.8 (Hyettus, iii A.D.): but perh. a pr.n.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
στυφλάριος — α, ον, Α τραχύς, βραχώδης. [ΕΤΥΜΟΛ. < στύφλος «τραχύς, βραχώδης» + κατάλ. άριος (< λατ. κατάλ. arius)] … Dictionary of Greek